- πορφύρια
- πορφύριονpurple-dyed stuffneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορφυρία — η, Ν ιατρ. 1. ομάδα νόσων οι οποίες χαρακτηρίζονται από σημαντικά αυξημένη παραγωγή και απέκκριση πορφυρινών ή μιας από τις πρόδρομες μορφές τους 2. φρ. α) «ερυθροποιητικές πορφυρίες» κατηγορία πορφυριών στην οποία η υπερπαραγωγή πορφυρινών… … Dictionary of Greek
Porphyrie — Klassifikation nach ICD 10 E80 Störungen des Porphyrin und Bilirubinstoffwechsels … Deutsch Wikipedia
πορφινοχολιγόνο — το, Ν (βιοχ.) αμινοδιοξύ προερχόμενο από το πυρρόλιο, που συντίθεται από τη συμπύκνωση δύο μορίων αμινολεβουνιλικού οξέος και απαντά στα ούρα ασθενών οι οποίοι πάσχουν από οξεία πορφυρία, αλλ. πορφοχολινογόνο … Dictionary of Greek